στεατίνη

στεατίνη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στεατίνη" в других словарях:

  • στεατίνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών εστέρων τού στεατικού οξέος με τη γλυκερίνη, που αναφέρεται συχνά στην τριστεατίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatine (< στέαρ, ατος). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Β. Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

  • στεατίνη — η ουσία που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κεριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… …   Dictionary of Greek

  • ανάναρκος — (ananarkus). Γένος κητωδών ψαριών της οικογένειας των φαλαινιδών. Τα κήτη αυτά, που ο τύπος τους είναι μεταξύ δελφινιού και φάλαινας, ζουν στον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό, και ιδίως στις ακτές της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας και της Σπιτσβέργης. Είναι …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • ελαΐνη — Ελαϊκός εστέρας της γλυκερίνης, συνηθέστερα ο τριελαϊκός εστέρας ή τριελαΐνη. Η τριελαΐνη είναι υγρό ελάχιστα διαλυτό στην αλκοόλη και ευδιάλυτο στον αιθέρα, στο βενζόλιο κ.ά. Αποτελεί ένα από τα συστατικά των λιπαρών υλών, βρίσκεται κυρίως στο… …   Dictionary of Greek

  • κερασφόρα — Μεγάλα μηρυκαστικά ζώα της οικογένειας των βοοειδών. Περιλαμβάνουν τον αμερικανικό βούβαλο, τον βούβαλο του Θιβέτ (γιακ) και όλες τις κατοικίδιες ράτσες των βοοειδών. Τα κ. προέρχονται από το άγριο βόδι που ζούσε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην… …   Dictionary of Greek

  • στεάτινος — η, ο αυτός που αποτελείται από στεατίνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»